ασκαριδίαση

ασκαριδίαση
[-ις (-εως)] η мед. аскаридоз

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ασκαριδίαση" в других словарях:

  • ασκαρίδες — Υπόταξη των νηματελμίνθων, με σώμα κυλινδρικό λεπτό και μυτερό στα δύο άκρα. Το στόμα τους είναι εφοδιασμένο με τρεις προεξοχές σαν χείλη. Οι α. παρασιτούν μέσα στο έντερο των θηλαστικών (η α. η σκωληκοειδής είναι παράσιτο του ανθρώπου, η α. η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»